- ἐπιχαλαρός
- ἐπιχᾰλᾰρός, ά, όν,A somewhat loose, Hp.Art.50 ([comp] Comp.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιχαλαρός — ἐπιχαλαρός, ά, όν (Α) ο κάπως χαλαρός … Dictionary of Greek
ἐπιχαλαρωτέρῃ — ἐπιχαλαρός somewhat loose fem dat comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)